Π. Ν. Κοντονάσιος
Δρ. Κλασικής φιλολογίας ΕΚΠΑ
Φέτος συμπληρώνονται 52 χρόνια από την επιβολή της επτάχρονης χούντας στη χώρα μας το 1967. Μολονότι πρόκειται για ένα πρόσφατο ιστορικό γεγονός, είναι προφανές -όσο και θλιβερό- ότι ελάχιστοι γνωρίζουν τα γεγονότα της περιόδου εκείνης και ακόμη λιγότεροι είναι σε θέση να απαντήσουν στο πιο καίριο ερώτημα που αυτή θέτει: Ποιος έφταιξε και η χώρα οδηγήθηκε στην επτάχρονη νύχτα;
Το βέβαιο πάντως είναι ότι για όσους συμμετέχουν στην ετήσια πορεία της 17ης Νοεμβρίου οι υπεύθυνοι για την επιβολή της χούντας είναι οι συνήθεις ύποπτοι, οι Αμερικανοί. Αυτό όμως καταρρίπτεται από τα στοιχεία που έχουν δει μέχρι τώρα το φως της δημοσιότητας, είτε πρόκειται για μαρτυρίες των διπλωματών της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα της εποχής εκείνης είτε -πολύ περισσότερο- για αποχαρακτηρισμένα πλέον έγγραφα της CIA. Ένα πρώτο λοιπόν συμπέρασμα είναι ότι η προαναφερθείσα πορεία έχει λάθος κατεύθυνση. Ποια όμως κατεύθυνση θα μπορούσε να πάρει η συγκεκριμένη πορεία -στον βαθμό βέβαια που δεχόμαστε ότι αυτή αναζητεί τον υπεύθυνο για την επιβολή της χούντας και δεν έχει άλλα κίνητρα; Αν παρακολουθήσουμε τα γεγονότα της περιόδου εκείνης, πιστεύω ότι θα οδηγηθούμε σε κάποια πιο σοβαρά συμπεράσματα.
Η αρχή του νήματος βρίσκεται στο είδος του πολιτεύματος με βάση το οποίο κυβερνιόταν η χώρα τότε. Με βάση τις διατάξεις του ισχύοντος τότε συντάγματος, το οποίο προωθήθηκε από την κυβέρνηση του Κέντρου υπό τον Ν. Πλαστήρα το 1952, ο Βασιλιάς ήταν ο απόλυτος ρυθμιστής του πολιτεύματος με μεγάλα -στην πράξη σχεδόν απεριόριστα- περιθώρια παρέμβασης στο δημόσιο βίο. Χαρακτηριστική ήταν η φράση στο εν λόγω σύνταγμα ότι «ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους υπουργούς Αυτού». Επομένως είναι προφανές ότι τα περιθώρια μέσα στα οποία θα μπορούσε να κινηθεί ένας πολιτικός ηγέτης περιορίζονταν αποφασιστικά από την ίδια τη φύση του πολιτικού συστήματος. Η διαπίστωση αυτή είναι κεφαλαιώδους σημασίας, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκαν οι πολιτικές διεργασίες της περιόδου που μας ενδιαφέρει.
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν είναι ο ιδιάζων ρόλος του στρατού στο ελληνικό κράτος. Ο ρόλος αυτός έχει τις απαρχές του στην εποχή της ίδιας της σύστασης του νεοελληνικού κράτους με χαρακτηριστικά παραδείγματα έκφρασής του την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου που οδήγησε στο πρώτο σύνταγμα του 1844, την Επανάσταση στο Γουδή στις 15 Αυγούστου 1909, που έφερε τον Ελ. Βενιζέλο στην κεντρική πολιτική σκηνή, και τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα των δεκαετιών του ’20 και του ’30, εν πολλοίς απότοκα του Εθνικού Διχασμού της περιόδου του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Ο ελληνικός στρατός λοιπόν διαδραμάτιζε τον ρόλο του ενεργού συνδιαμορφωτή των πολιτικών εξελίξεων, ήταν ένας σημαντικός παράγων του δημόσιου βίου της χώρας και ως τέτοιος θα έπρεπε να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν από τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες.
Το τρίτο ιστορικό στοιχείο που θα μας βοηθήσει στην προσπάθειά μας είναι η προσέγγιση των παραμέτρων εκείνων που διαμόρφωσαν το μετεμφυλιακό κλίμα στη χώρα μας. Πιο συγκεκριμένα, η νίκη του Εθνικού Στρατού στον Εμφύλιο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο πόλων στον ελληνικό πολιτικό κόσμο, των «εθνικοφρόνων», που εκφράζονταν από τα αστικά κόμματα της Δεξιάς και του Κέντρου (όσοι χρεώνουν υποτιμητικά τον όρο αυτόν μόνο στη Δεξιά, δεν γνωρίζουν μάλλον τις πηγές) και των κομμουνιστών που εκφράζονταν νόμιμα από την ΕΔΑ ή το ΠΑΜΕ και παράνομα από το ΚΚΕ. Τους δύο αυτούς πόλους χώριζε αγεφύρωτο ιδεολογικό χάσμα και -πολύ περισσότερο- πολύ αίμα. Έτσι, ο αγώνας των κομμάτων της Δεξιάς και του Κέντρου δεν απέβλεπε μόνο στην κατάληψη της εξουσίας αλλά και στην αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου» ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξη του αστικού πολιτικού κόσμου. Επιπροσθέτως ήταν φανερό ότι το εξωτερικό στήριγμα των «εθνικοφρόνων» ήταν οι ΗΠΑ, ο εγγυητής του δυτικού προσανατολισμού της χώρας, ο οποίος την είχε κυριολεκτικά διασώσει μέσω του πακτωλού χρημάτων του σχεδίου Μάρσαλ.
Με αυτά τα δεδομένα στον νου μας μπορούμε να ψηλαφίσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν την ομάδα Παπαδόπουλου στο πραξικόπημα τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967, ξεκινώντας από λίγα χρόνια νωρίτερα
Ήδη από το 1952 τα κόμματα της συντηρητικής παράταξης κυριαρχούσαν στο πολιτικό σκηνικό. Ειδικά η ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις) του Κων/νου Καραμανλή αναδείχθηκε στον αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή μετά τις αλλεπάλληλες εκλογικές της νίκες κατά τα έτη 1956, 1958, και 1961. Στη χώρα επικράτησε κλίμα πρωτοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα πολιτικής σταθερότητας, που οδήγησε και σε ανάλογη οικονομική ανάκαμψη, όπως προκύπτει από τους σχετικούς οικονομικούς δείκτες. Η αισιοδοξία που επικράτησε, ότι η χώρα μπορεί να χαράξει μια προοδευτική πορεία στο πλευρό των δημοκρατικών χωρών του κόσμου, οδήγησε σε δύο κορυφαίες, όσο όμως και μοιραίες, πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης και προσωπικά του Κων/νου Καραμανλή: τη σύνδεση με την τότε ΕΟΚ και τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της χώρας μέσω της αναθεώρησης του ασφυκτικού για την εκτελεστική εξουσία συντάγματος του 1952.
Από την άλλη μεριά, η εικόνα που παρουσίαζε ο πολιτικός χώρος του Κέντρου την ίδια περίοδο χαρακτηριζόταν από τον κατακερματισμό. Οι αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες, που έφτασαν ή και ξεπέρασαν τα όρια του εκλογικού διασυρμού (σε μία από αυτές ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου δεν είχε κατορθώσει να εκλεγεί καν βουλευτής), είχαν οδηγήσει τον πολιτικό αυτό χώρο σε έσχατη παρακμή με χαρακτηριστικά συμπτώματα τη διαρχία (Σ. Βενιζέλος – Γ. Παπανδρέου) και την ύπαρξη οκτώ κομμάτων και ομάδων που διεκδικούσαν την πρωτοκαθεδρία. Μόλις το 1961 όλα αυτά τα στοιχεία ενώθηκαν υπό τον Γ. Παπανδρέου και μια οκταμελή διοικούσα επιτροπή, δημιουργώντας έτσι, όχι βέβαια ένα κόμμα αρχών, αλλά έναν αστικό πόλο αντίπαλο της Δεξιάς με το όνομα ΕΚ (Ένωσις Κέντρου) και με μοναδική συγκολλητική ουσία την επιθυμία για κατάληψη της εξουσίας ύστερα από πολυετή αποκλεισμό απ’ αυτήν.
Ωστόσο, όπως ήταν εύλογο λόγω των επιτευγμάτων της χώρας χάρη στην κυβέρνηση Καραμανλή, η ήττα για το Κέντρο, που συμμάχησε προεκλογικά και με το Κόμμα Προοδευτικών του μετέπειτα «δοτού» πρωθυπουργού της χούντας Σπ. Μαρκεζίνη, δεν αποφεύχθηκε. Η αντιπολιτευτική τακτική όμως του Γ. Παπανδρέου, ο λεγόμενος «ανένδοτος αγώνας», βασίστηκε στην αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος λόγω των ελάχιστων παρατυπιών που υπήρξαν, μολονότι αυτές δεν άγγιξαν την ΕΚ αλλά τους κομμουνιστές του ΠΑΜΕ. Ο Γ. Παπανδρέου γνώριζε βέβαια ότι οι παρατυπίες αυτές δεν αλλοίωσαν τη λαϊκή βούληση, η οποία ανανέωσε την εμπιστοσύνη της στον Κων/νο Καραμανλή, και ότι γι’ αυτές δεν ευθυνόταν ο κύριος πολιτικός του αντίπαλος, αφού οι εκλογές διεξήχθησαν από την υπηρεσιακή κυβέρνηση Δόβα, τον σχηματισμό της οποίας μάλιστα είχε χαιρετίσει ως δική του νίκη. Η προχωρημένη του όμως ηλικία -ήταν κυριολεκτικά η τελευταία του ευκαιρία- σε συνδυασμό με τον εκρηκτικό χαρακτήρα του τον υποχρέωσε να αρπάξει την ευκαιρία από τα μαλλιά και να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις ευαισθησίες της Αριστεράς ως προς το θέμα του παραγκωνισμού της από το πολιτικό σκηνικό για τους λόγους που αναφέραμε.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις εξηγούν γιατί ο Γ. Παπανδρέου ουσιαστικά αρνήθηκε τον εαυτό του σε δύο κραυγαλέες και σημαδιακές περιπτώσεις της εποχής εκείνης. Η πρώτη αφορά την υπονόμευση της διαδικασίας αναθεώρησης του συντάγματος προς το δημοκρατικότερο τον Φεβρουάριο 1963 με πρόταση της κυβέρνησης, πρόταση που, αν υιοθετούνταν και από την ΕΚ, θα βελτίωνε ουσιαστικά την ποιότητα του πολιτεύματος, περιορίζοντας τις παρεμβάσεις του Στέμματος στον δημόσιο βίο. Η δυσαρέσκεια του Στέμματος για μια τέτοια προοπτική πρόσφερε στον Γ. Παπανδρέου ένα ακόμη πολιτικό στήριγμα αποφασιστικής σημασίας, αν και προφανέστατα σε βάρος του εκδημοκρατιμού της χώρας. Έτσι εγκαινιάστηκε η βραχύβια, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, σύμπλευση Παπανδρέου-Ανακτόρων για την ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή. Μετά το γεγονός αυτό το πολιτικό κλίμα στη χώρα είχε γίνει απολύτως εκρηκτικό.
Πέρα από αυτά, και οι ΗΠΑ δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι τη στροφή της χώρας προς την Ευρώπη. Ειδικά η επίσημη επίσκεψη του Γάλλου στρατηγού Ντε Γκωλ στην Ελλάδα τον Μάιο 1963 καταθορύβησε την Ουάσιγκτον, που ευνοούσε και αυτή πλέον μια κυβέρνηση του Κέντρου με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου.
Αρκούσε λοιπόν μια αφορμή, για να οδηγηθεί η κυβέρνηση της ΕΡΕ σε παραίτηση και η χώρα σε εκλογές: η διαφωνία Καραμανλή-Ανακτόρων για ένα ταξίδι του βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο. Στις εκλογές που ορίστηκαν για τις 3 Νοεμβρίου 1963 η ΕΚ ήρθε πρώτο κόμμα με ποσοστό 42,04% και ακολούθησε η ΕΡΕ με 39,37%. Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν πρόσφερε κοινοβουλευτική πλειοψηφία στον Παπανδρέου. Αυτός ωστόσο έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Βασιλιά και όχι απλώς διερευνητική εντολή, όπως επέβαλλε η συνταγματική τάξη, καθιστώντας έτσι εξόφθαλμη τη σύμπλευσή τους. Παράλληλα, παρά τη διάθεση της ΕΡΕ και της ΕΔΑ να στηρίξουν την κυβέρνηση Παπανδρέου και παρά τις αποστασίες 2 βουλευτών της ΕΡΕ προς την ΕΚ, προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 16 Φεβρουαρίου 1964. Στο μεσοδιάστημα η κυβέρνηση αυτή με τη «σχετικώς δεδηλωμένη» -πρωτοφανής στα πολιτικά χρονικά δήλωση αυτονομιμοποίησης του Γ. Παπανδρέου για την κυβέρνησή του, η οποία δεν διέθετε τη δεδηλωμένη- προέβη σε πληθώρα παροχών προς το εκλογικό σώμα ενόψει φυσικά των εκλογών. Η επικράτηση της ΕΚ στις εκλογές αυτές υπήρξε πλήρης, καθώς έλαβε ποσοστό 52,72% έναντι μόλις 35,26% του συνασπισμού ΕΡΕ-Κόμματος Προοδευτικών. Ο Γ. Παπανδρέου, έτσι, θριάμβευε, ενώ ο Κ. Καραμανλής είχε ήδη πάρει τον δρόμο της αυτοεξορίας πριν από τις τελευταίες εκλογές, έχοντας αποτύχει να προωθήσει τον εκδημοκρατισμό της χώρας και βλέποντας τους πολιτικούς του αντιπάλους να μετέρχονται κάθε μέσο με αυτοσκοπό την εξουσία και σε βάρος του μακροπρόθεσμου συμφέροντος της Ελλάδας.
Το δυστύχημα για τον Γ. Παπανδρέου, ωστόσο, ήταν ότι το πολίτευμα μέσα στο οποίο ανέλαβε την εξουσία παρέμενε προβληματικό, καθώς ο ίδιος δεν είχε συναινέσει στη βελτίωσή του. Το πόσο επίπλαστη ήταν η ομαλότητα έγινε αμέσως φανερό με την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» την άνοιξη του1965. Επρόκειτο για μια ομάδα κατώτερων αξιωματικών του στρατού που προωθούσε και συντεχνιακά αιτήματα (π.χ. άνοδος στην ιεραρχία). Το ενδιαφέρον όμως ήταν ότι ως πολιτικός υποστηρικτής της ομάδας αυτής πρόβαλλε ο ίδιος ο γιος του πρωθυπουργού, ο Α. Παπανδρέου. Οι φιλοβασιλικοί κύκλοι της κυβέρνησης στράφηκαν εναντίον του, ενώ ο ίδιος ο βασιλιάς ως εκ του συντάγματος αρχηγός του στρατού καταθορυβήθηκε από την πιθανότητα και μόνο εκδήλωσης κινήματος στους κόλπους του, υποστηριζόμενου μάλιστα από των αριστερών πεποιθήσεων Α. Παπανδρέου. Έτσι ξεκίνησαν έρευνες από τις ανακριτικές αρχές.
Ο πρωθυπουργός όμως θέλησε να απομακρύνει τον φιλοβασιλικό υπουργό Εθνικής Άμυνας και πρόσωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του Βασιλιά, Π. Γαρουφαλιά, και να αναλάβει ο ίδιος την ηγεσία του υπουργείου αυτού. Κάτι τέτοιο δεν έγινε δεκτό από τον Βασιλιά, προφανώς επειδή υποπτευόταν εύλογα ότι ο πατέρας δεν θα στρεφόταν ποτέ εναντίον του γιου του, ενώ ο ίδιος θεωρούσε ζωτικής σημασίας για τον δικό του ρόλο τον απόλυτο έλεγχο του στρατεύματος. Συνεπώς ο Γ. Παπανδρέου βρέθηκε στη θέση που είχε βρεθεί και ο Κ. Καραμανλής δυο χρόνια πριν: διαφώνησε με τον Βασιλιά και αναγκαστικά παραιτήθηκε.
Ο Παπανδρέου όμως δεν ήταν Καραμανλής. Αμέσως μετά τον ορισμό νέας κυβέρνησης από τον Κωνσταντίνο, αποτελούμενης από στελέχη του Κέντρου που δεν ταύτιζαν το κόμμα, την εξουσία και τη δημοκρατία με το πρόσωπο του Γ. Παπανδρέου και προφανώς συναγωνίζονταν για τη διαδοχή του με τον αριστερό γιο του, ο γηραιός πολιτικός εξαπέλυσε τον β΄ «ανένδοτο αγώνα» κατά των Ανακτόρων και των «αποστατών» της κυβέρνησης, μολονότι το 1963 είχε ο ίδιος καλέσει σε αποστασία τους βουλευτές της ΕΡΕ, αποσπώντας έτσι δύο από αυτούς, όπως προαναφέραμε. Για ένα μακρό χρονικό διάστημα η χώρα παραδόθηκε στη βία και την αυθαιρεσία: βίαιες συγκρούσεις διαδηλωτών με την Αστυνομία που οδήγησαν στον θάνατο του αριστερού φοιτητή Σ. Πέτρουλα και τον τραυματισμό δεκάδων, καθώς και το στήσιμο οδοφραγμάτων και η πυρπόληση του κέντρου της Αθήνας, έδιναν με ενάργεια την εικόνα του χάους στο οποίο είχε βυθιστεί η χώρα. Τέλος με την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης της κυβέρνησης Στ. Στεφανόπουλου, η ομάδα του οποίου μαζί με τον ίδιο είχε αποσχιστεί από την ΕΚ ιδρύοντας το ΦΙΔΗΚ (Φιλελεύθερον Δημοκρατικόν Κέντρον) φάνηκε να επικρατεί μια πρόσκαιρη πολιτική νηνεμία.
Ωστόσο στις 20 Δεκεμβρίου 1966 η ΕΡΕ ανακοίνωσε την άρση της εμπιστοσύνης της προς την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, η οποία στη συνέχεια παραιτείται. Πίσω από την πρωτοβουλία αυτήν υπήρχε η συμφωνία του ηγέτη της ΕΡΕ, Π. Κανελλόπουλου, ενός πιο διαλλακτικού πια Γ. Παπανδρέου και του βασιλιά για τη στήριξη μιας μεταβατικής κυβέρνησης υπό τον τραπεζίτη Ι. Παρασκευόπουλο με σκοπό την προετοιμασία και τη διεξαγωγή εκλογών με απλή αναλογική. Για να πετύχει τη στήριξη του κόμματός του ο Γ. Παπανδρέου χρειάστηκε να κάμψει πρώτα την κάθετη αντίθεση του γιου του Ανδρέα, ο οποίος έφτασε στο σημείο να προβεί σε έκκληση προς τους βουλευτές της ΕΚ μέσω του Τύπου να μην πειθαρχήσουν στην πρόταση του πατέρα του και να καταψηφίσουν την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, πράγμα που αρχικά συνέβη κιόλας. Αυτό στη συνέχεια οδήγησε στη διαγραφή του Α. Παπανδρέου από τον ίδιο του τον πατέρα, για να καταλήξει το θέμα με συμφιλίωση και υπερψήφιση της πρότασης Γ. Παπανδρέου.
Και ενώ φαινόταν ότι η χώρα οδηγούνταν προς την έξοδο από την κρίση και τις εκλογές, στις 15 Μαρτίου 1967 έφτασε στη Βουλή το εισαγγελικό αίτημα της άρσης της ασυλίας του Α. Παπανδρέου για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Την επομένη το στρατοδικείο καταδίκασε για την υπόθεση αυτή πολλούς από τους κατηγορουμένους αξιωματικούς, γεγονός που προδίκαζε και την τύχη του Α. Παπανδρέου. Ο Π. Κανελλόπουλος αρχικά τάχθηκε κατά της άρσης, ενώ στη συνέχεια πιεζόμενος ασφυκτικά από την εσωκομματική του αντιπολίτευση υπαναχώρησε. Το αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου, χωρίς να προλάβει να ψηφίσει την απλή αναλογική στις 30 Μαρτίου.
Στη συνέχεια ο βασιλιάς προέβη στην αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία να αναθέσει την πρωθυπουργία στον Π. Κανελλόπουλο, τον ηγέτη του κόμματος που μειοψήφισε στις εκλογές του 1964. Ο Γ. Παπανδρέου τον χαρακτήρισε γι’ αυτό «κομματάρχη», μολονότι ακριβώς αυτό είχε ζητήσει και για τον εαυτό του στις εκλογές του 1963, όταν ο ίδιος ήταν αντιπολίτευση. Μέσα στο κλίμα γενικής ασυνεννοησίας των πολιτικών δυνάμεων και των επικίνδυνων ακροβατισμών του Στέμματος η νέα κυβέρνηση, που πλέον ήταν καθαρά υπηρεσιακή, δεν αποπειράθηκε καν να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, προφανέστατα γνωρίζοντας ότι δε θα την ελάμβανε. Έτσι η χώρα βάδιζε φαινομενικά προς τις εκλογές της 28ης Μαΐου 1967 με ανοικτό το μείζον ζήτημα των πολιτικών ευθυνών του Α. Παπανδρέου για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» και με έναν εκλογικό νόμο που θα την έφερνε στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε η κρίση μερικά χρόνια πριν, με κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και , αναπόφευκτα, με ηγετικό τον ρόλο της πέτρας του σκανδάλου, Α. Παπανδρέου. Καλύτερη ευκαιρία από αυτή δεν θα μπορούσαν να φανταστούν οι επίδοξοι και αυτόκλητοι «σωτήρες», οι οποίοι βρήκαν πρόσφορο το έδαφος για την επιβολή της δικτατορίας, τόσο στην κουρασμένη από τις ταραχές και την αστάθεια κοινωνία όσο και στις τάξεις του στρατού όπου βασίλευε η ευνοιοκρατία. Αναπάντητο θα μείνει το ερώτημα αν τη μέρα που εμφανίστηκαν τα τανκς στο κέντρο της Αθήνας πέρασε από το μυαλό κάποιων πολιτικών και φίλα προσκείμενων προς αυτούς δημοσιογράφων η πρόταση του Κ. Καραμανλή για δημοκρατικότερο σύνταγμα. Εκείνη ακριβώς τη μέρα μάλιστα το πρωτοσέλιδο της ΑΥΓΗΣ είχε τον πηχυαίο τίτλο: «ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ», αποδεικνύντας με τον πιο εύγλωττο τρόπο πόση σχέση έχουν με την αντίληψη της πραγματικότητας οι φορείς ακραίων ιδεολογημάτων.
Το προφανές συμπέρασμα από την παραπάνω προσέγγιση, η οποία βασίζεται στα γεγονότα και όχι σε απίθανες και κατασκευασμένες υποθέσεις είναι πως τα αίτια για την επιβολή της επτάχρονης νύχτας της περιόδου 1967-74 στην καταταλαιπωρημένη απ’ τη δημαγωγία ΝΕ κοινωνία είναι καθαρά ενδημικά.
Κοιτάζοντας κανείς κατάματα τα γεγονότα της περιόδου εκείνης αγανακτεί με τους προπαγανδιστές της σύγχρονης εποχής που καταφεύγουν στη διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, προκειμένου να συσκοτίσουν και να παρεμποδίσουν την εξαγωγή των σωστών συμπερασμάτων. Μια ματιά σε πολλά, δυστυχώς, «αφιερώματα» εφημερίδων και καναλιών του σήμερα πείθουν για του λόγου το αληθές. Έτσι κατασκευάζονται διάφοροι «υπεύθυνοι» για το πραξικόπημα, από «ξένα κέντρα αποφάσεων» μέχρι και την εντελώς απίθανη περίπτωση να φταίει ο Κ. Καραμανλής που ιδιώτευε στο Παρίσι ήδη από το 1963. Το αποτέλεσμα από τέτοιες «ερμηνείες» θα ήταν απλώς φαιδρό, αν δεν έκρυβε απύθμενη υποκρισία και φαρισαϊσμό που δηλητηριάζουν ακόμη και σήμερα την πολιτική ζωή του τόπου.
Όμως, όπως το επεσήμανε πολύ νωρίς και ο ξεχασμένος από την ΝΕ εκπαίδευση Πολύβιος, η ιστορική αλήθεια δεν πρέπει να κρύβεται, κυρίως γιατί είναι η μόνη ασφαλής οδός για την ορθή ερμηνεία και αντιμετώπιση των ζητημάτων, όχι πια του παρελθόντος αλλά του παρόντος και του μέλλοντος, το καλύτερο μάθημα για κάθε άνθρωπο, και ειδικά προφανώς για τους νέους (Πολύβ. 1.35.9-10):
[9] ἐξ ὧν συνιδόντι καλλίστην παιδείαν ἡγητέον πρὸς ἀληθινὸν βίον τὴν ἐκ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας περιγινομένην ἐμπειρίαν· [10] μόνη γὰρ αὕτη χωρὶς βλάβης ἐπὶ παντὸς καιροῦ καὶ περιστάσεως κριτὰς ἀληθινοὺς ἀποτελεῖ τοῦ βελτίονος.
[= Από αυτά προκύπτει πως, από όποιον έχει βαθιά γνώση, η καλύτερη παιδεία που οδηγεί σε μια ζωή βασισμένη στην αλήθεια πρέπει να θεωρείται η εμπειρία που αποκομίζεται από τη γνώση της πραγματικής ιστορίας· διότι μόνο αυτή μάς καθιστά με ασφάλεια, σε κάθε συγκυρία και περίσταση, αληθινούς κριτές του τι είναι περισσότερο ωφέλιμο]