Η 8η Σεπτέμβρη 1962 είναι η αποφράδα ημέρα για τους καπνοπαραγωγούς της περιοχής του Αγρινίου της Λεπενούς του Ξηρομέρου και της Αμφιλοχίας.
Εκείνη την ημέρα ένας αστυνομικός δολοφόνησε εν ψυχρώ τον καπνοπαραγωγό Μήτσο Βλάχο.
Αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων αυτών ήταν ο τότε 17χρονος Γρηγόρης Τζαμαλής, μετέπειτα δήμαρχος Στράτου και υποψήφιος βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ.

Φορτισμένος συναισθηματικά, αφού στην διάρκεια της συνέντευξης που παραχώρησε στον ΔΥΤΙΚΑ FM 92,8 και την Δήμητρα Λαοπόδη, δάκρυσε πολλές φορές, εξιστόρησε τα γεγονότα τόσο εκείνης της ημέρας που δολοφονήθηκε ο Μήτσος Βλάχος, αλλά και όσα ακολούθησαν.
Παλαιότερα ως δήμαρχος Στράτου, με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, ο Γρηγόρης Τζαμαλής προχώρησε σε επανέκδοση με ακόμη περισσότερα στοιχεία του βιβλίου του δικηγόρου Γρηγόρη Μπακόλα για την δίκη των καπνοπαραγωγών του ακολούθησε για τα γεγονότα του ξεσηκωμού των αγροτών και του συλλαλητηρίου στην γέφυρα της Σφήνας στις 8 Σεπτεμβρίου 1962.
Η συνέντευξη αυτή είναι μια μαρτυρία, ένα ντοκουμέντο για τους καπνοπαραγωγούς, που προσπαθούσαν μέσα σε συνθήκες πολλές φορές απόλυτης φτώχειας να ζήσουν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους.
Συγκλονίζει η μαρτυρία του Γρηγόρη Τζαμαλή για τις συνθήκες που ζούσαν οι καπνοπαραγωγοί, που αποθήκευαν τα απούλητα καπνά τους μέσα στα σπίτια τους και κοιμόταν πάνω σε αυτά. Τότε υπήρχαν μέχρι 5 χρόνια καπνά απούλητα.
Ανατριχιάζει κάποιος όταν διηγείται πως ο Μήτσος Βλάχος έδειχνε τα ροζιασμένα του χέρια στους χωροφύλακες λέγοντας τους «μας λέτε να φύγουμε. Που να πάμε; Τήρα χέρια» και τους έδειξε τα χέρια του που ήταν ροζιασμένα, λέει συγκινημένος ο Γρηγόρης Τζαμαλής.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης μιλά για την επίθεση των χωροφυλάκων και τον τρόπο με τον οποίο έφυγε από την γέφυρα για να γλυτώσει «μπήκα μέσα στο ρέμα. Το ρέμα ήταν φρεσκοσκαμμένο γιατί γίνονταν τα αρδευτικά έργα. Αυτός, ο Μήτσος Βλάχος, πήγε με τα γυναικόπαιδα, που δεν μπορούσαν να μπουν μέσα στο ρέμα. Έσκυψε για να πάρει πέτρα για να ρίξει. Εγώ είδα πολύ καλά τον χωροφύλακα, αφού ήμουν στο ίδιο ύψος με τον Μήτσο αλλά μέσα στο ρέμα, γονάτισε στην γέφυρα, ακούμπησε το όπλο και σημάδευε. Όσο φεύγαμε εμείς αυτός σημάδευε. Τον πυροβόλησε στο κεφάλι, στο κρανίο και ο Μήτσος έπεσε απότομα κάτω. Εκεί ήταν μια θειά μου, λέγονταν Κωστάντω Καλλίμορφου, έπιασε να τον αγκαλιάσει να τον σηκώσει και τα μυαλά του έπεσαν μέσα στο καπέλο του».